- χειλίτιδα
- η, Νιατρ. φλεγμονή τών χειλέων τού στόματος που προκαλείται από βακτήρια, από μύκητες, από την ηλιακή ακτινοβολία, ενώ συχνά είναι και αλλεργικής προελεύσεως.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cheilite < χείλος + κατάλ. -ίτις / -ίτιδα*].
Dictionary of Greek. 2013.